- φιλόμβριος
- -ον, Α [φίλομβρος](για ζώο) αυτός που τού αρέσει η βροχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόμβριον — φιλόμβριος rain loving masc/fem acc sg φιλόμβριος rain loving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλομβρος — ον, Α φιλόμβριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. ἄν ομβρος)] … Dictionary of Greek